Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

ΚΡΙΤΙΚΗ, «ΤΑ ΝΕΑ», ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ

Σκιές προγόνων λησµονηµένων

∆ιαφωνώ. Οριζόντια και κάθετα. Οχι νεκρολαγνεία, αλλά συγκίνηση και νοσταλγία. Το «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» είναιη καλύτερη, να µην πω η µόνη ολοκληρωµένη και αληθινή στιγµή του Λάκη Παπαστάθη. Μακράν και του «Θεόφιλου» του 1997 και της επόµενης ταινίας «Το µόνον της ζωής του ταξείδιον». Θα το πωόπως το αισθάνθηκα.

Κάθε τόσο µε πιάνανε ταζουµιά.

Αυτό είναι το αναντικατάστατο κριτήριο. Πρώτατα συναισθήµατα, έπειτα η σκέψη. Η Τέχνη πορεύεται µε τη συγκίνηση. Για µένα αυτή είναι η ύψιστη αρετή. Οταν λοιπόν ο καλλιτέχνης ανοίγει την πληγή του και σκύβει µε ειλικρίνεια στον εαυτό του, τότε ακόµα καιµια ερασιτεχνική αδεξιότητα µπορεί να ερεθίσει τους δακρυγόνους αδένες του θεατή. Πάει, τέλειωσε. Μοναδικό πλεονέκτηµα των ευρωπαίων σκηνοθετών, η αυθεντικότητα των προσωπικών τους στιγµών. Ετσι και µε τον Λάκη Παπαστάθη. Ξόφλησε τους λογαριασµούς του µε τις καλλιγραφίες και τα εγκεφαλογραφήµατα και άφησε τον εαυτό τουνα παρασυρθεί από τις σκιές των λησµονηµένων προγόνων του. Η περίληψη της περιπλάνησης του ήρωά του είναι της µιας γραµµής. Κάποιος Μυτιληνιός που από καιρό έχει ρίξει µαύρη πέτρα πίσω του για λόγους που θα τους καταλάβουµεαργότερα, επιστρέφει στο νησί προκειµένου να υπογράψει κάποια χαρτιά ώστε να κληρονοµήσειτο πατρικό του σπίτι. Από εκεί και πέρα το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν. Ο Κωστάκης, έτσι ακόµα τονφωνάζουν, περικυκλωµένος και αιχµάλωτος του παρελθόντος. Γιατί συνήθως η νοσταλγία είναι το ευπρεπές ένδυµα των ενοχών µας!

Εξαιρετική η απρόσωπη κυκλοφορία του ήρωα. Το πρόσωπό του αποκαλύπτεται στα τελευταίαλεπτά. Σε όλη τη διάρκεια ακούµε τη φωνή του και βλέπουµε στο κάδρο την ένδειξη «Rec» που σηµαίνει ότι ο ίδιος κινηµατογραφεί µε ερασιτεχνική µηχανή. Ως θεατής και παρατηρητής. Πολύ σωστά. Ετσι δηλώνεται η απουσία του. Η αποµάκρυνσή του. Κι έτσι, ταυτόχρονα, ταυτίζεται ο θεατής µε την κινηµατογραφική µηχανή του Κωστάκη. Γιατί κι αυτός, όπως ο Μυτιληνιός, απωθεί στο υποσυνείδητό του το τραύµα του το ενοχικό. Σωστή η εναλλαγή του ασπρόµαυρου µε το έγχρωµο. Το ασπρόµαυρο σηµατοδοτεί την γκρίζα σηµερινή εποχή. Το έγχρωµο τη µνήµη τη νοσταλγική καθώς και τις σκηνές που τραβάειο Κωστάκης. Η σηµειολογία εντελώς οφθαλµοφανής. Εξαιρετικές οι ερµηνείες του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη και της Μαρίας Ζορµπά.Οι (νεκροί) γονείςτου Κωστάκη.Ο προσωπικός κώδικας της Ζορµπά εντελώς κόντρα µε νατουραλισµό, ηθογραφία και πάσης φύσεως ευκολία. Μπράβο της. Το ίδιο και για τον Χατζηπαναγιώτη. Η σκηνή που µαζεύει πέτρες καθώς και η κραυγή του «δεν φοβάµαι» µουσήκωσαν την πέτσα. Καλές οι παρουσίες της Μίρκας Παπακωνσταντίνου, του Θόδωρου Κατσαδράµη, της Υβόννης Μαλτέζου. ∆εν θα έλεγα το ίδιο και για τον ∆ηµήτρη Καταλειφό. Αδικαιολόγητα µακροσκελής ο ρόλος του. Μακροσκελής, µονότονος και γραφικός. Εκεί ο Παπαστάθης ολισθαίνει προς το παρελθόν. Το ύφος της αφήγησης έπρεπε να ήταν απρόβλεπτο και κοφτό. Μακροσκελείς και οι σκηνέςστο Γηροκοµείο. Εκεί ο Παπαστάθης δικαιώνει όσους τον κατηγορούν για νεκρολαγνεία. Οµως όταν η ταινία συντονίζεται µε τους γονείς τού Κωστάκη, τότε τα δάκρυα πληµµυρίζουν ακόµα και τον πιο ασυγκίνητο και κυνικό. Τι να σας πω. Αισθάνοµαι χρονογράφος µιας συνωµοσίας κινηµατογραφικής. Σαν ξαφνικά µέσα στην οικονοµική κρίση, το ελληνικό Σινεµά να σήκωσε πανιά για να σαλπάρει για λιµάνια µε καρδιά!



«Ταξίδι στη Μυτιλήνη»
Ο καλύτερος Παπαστάθης
µακράν Νοσταλγία χωρίς µελό
Βαθµοί = 7
(παρασύρθηκα από τα δάκρυά µου)