Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

ΚΡΙΤΙΚΗ, «ΤΑ ΝΕΑ», ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ

Σκιές προγόνων λησµονηµένων

∆ιαφωνώ. Οριζόντια και κάθετα. Οχι νεκρολαγνεία, αλλά συγκίνηση και νοσταλγία. Το «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» είναιη καλύτερη, να µην πω η µόνη ολοκληρωµένη και αληθινή στιγµή του Λάκη Παπαστάθη. Μακράν και του «Θεόφιλου» του 1997 και της επόµενης ταινίας «Το µόνον της ζωής του ταξείδιον». Θα το πωόπως το αισθάνθηκα.

Κάθε τόσο µε πιάνανε ταζουµιά.

Αυτό είναι το αναντικατάστατο κριτήριο. Πρώτατα συναισθήµατα, έπειτα η σκέψη. Η Τέχνη πορεύεται µε τη συγκίνηση. Για µένα αυτή είναι η ύψιστη αρετή. Οταν λοιπόν ο καλλιτέχνης ανοίγει την πληγή του και σκύβει µε ειλικρίνεια στον εαυτό του, τότε ακόµα καιµια ερασιτεχνική αδεξιότητα µπορεί να ερεθίσει τους δακρυγόνους αδένες του θεατή. Πάει, τέλειωσε. Μοναδικό πλεονέκτηµα των ευρωπαίων σκηνοθετών, η αυθεντικότητα των προσωπικών τους στιγµών. Ετσι και µε τον Λάκη Παπαστάθη. Ξόφλησε τους λογαριασµούς του µε τις καλλιγραφίες και τα εγκεφαλογραφήµατα και άφησε τον εαυτό τουνα παρασυρθεί από τις σκιές των λησµονηµένων προγόνων του. Η περίληψη της περιπλάνησης του ήρωά του είναι της µιας γραµµής. Κάποιος Μυτιληνιός που από καιρό έχει ρίξει µαύρη πέτρα πίσω του για λόγους που θα τους καταλάβουµεαργότερα, επιστρέφει στο νησί προκειµένου να υπογράψει κάποια χαρτιά ώστε να κληρονοµήσειτο πατρικό του σπίτι. Από εκεί και πέρα το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν. Ο Κωστάκης, έτσι ακόµα τονφωνάζουν, περικυκλωµένος και αιχµάλωτος του παρελθόντος. Γιατί συνήθως η νοσταλγία είναι το ευπρεπές ένδυµα των ενοχών µας!

Εξαιρετική η απρόσωπη κυκλοφορία του ήρωα. Το πρόσωπό του αποκαλύπτεται στα τελευταίαλεπτά. Σε όλη τη διάρκεια ακούµε τη φωνή του και βλέπουµε στο κάδρο την ένδειξη «Rec» που σηµαίνει ότι ο ίδιος κινηµατογραφεί µε ερασιτεχνική µηχανή. Ως θεατής και παρατηρητής. Πολύ σωστά. Ετσι δηλώνεται η απουσία του. Η αποµάκρυνσή του. Κι έτσι, ταυτόχρονα, ταυτίζεται ο θεατής µε την κινηµατογραφική µηχανή του Κωστάκη. Γιατί κι αυτός, όπως ο Μυτιληνιός, απωθεί στο υποσυνείδητό του το τραύµα του το ενοχικό. Σωστή η εναλλαγή του ασπρόµαυρου µε το έγχρωµο. Το ασπρόµαυρο σηµατοδοτεί την γκρίζα σηµερινή εποχή. Το έγχρωµο τη µνήµη τη νοσταλγική καθώς και τις σκηνές που τραβάειο Κωστάκης. Η σηµειολογία εντελώς οφθαλµοφανής. Εξαιρετικές οι ερµηνείες του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη και της Μαρίας Ζορµπά.Οι (νεκροί) γονείςτου Κωστάκη.Ο προσωπικός κώδικας της Ζορµπά εντελώς κόντρα µε νατουραλισµό, ηθογραφία και πάσης φύσεως ευκολία. Μπράβο της. Το ίδιο και για τον Χατζηπαναγιώτη. Η σκηνή που µαζεύει πέτρες καθώς και η κραυγή του «δεν φοβάµαι» µουσήκωσαν την πέτσα. Καλές οι παρουσίες της Μίρκας Παπακωνσταντίνου, του Θόδωρου Κατσαδράµη, της Υβόννης Μαλτέζου. ∆εν θα έλεγα το ίδιο και για τον ∆ηµήτρη Καταλειφό. Αδικαιολόγητα µακροσκελής ο ρόλος του. Μακροσκελής, µονότονος και γραφικός. Εκεί ο Παπαστάθης ολισθαίνει προς το παρελθόν. Το ύφος της αφήγησης έπρεπε να ήταν απρόβλεπτο και κοφτό. Μακροσκελείς και οι σκηνέςστο Γηροκοµείο. Εκεί ο Παπαστάθης δικαιώνει όσους τον κατηγορούν για νεκρολαγνεία. Οµως όταν η ταινία συντονίζεται µε τους γονείς τού Κωστάκη, τότε τα δάκρυα πληµµυρίζουν ακόµα και τον πιο ασυγκίνητο και κυνικό. Τι να σας πω. Αισθάνοµαι χρονογράφος µιας συνωµοσίας κινηµατογραφικής. Σαν ξαφνικά µέσα στην οικονοµική κρίση, το ελληνικό Σινεµά να σήκωσε πανιά για να σαλπάρει για λιµάνια µε καρδιά!



«Ταξίδι στη Μυτιλήνη»
Ο καλύτερος Παπαστάθης
µακράν Νοσταλγία χωρίς µελό
Βαθµοί = 7
(παρασύρθηκα από τα δάκρυά µου)

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Η μνήμη και η αγάπη κάνουν τους ανθρώπους αθάνατους

Ο Λάκης Παπαστάθης νοητά συνεχώς επιστρέφει στο νησί του, τη Λέσβο. Το ίδιο κάνει και ο ήρωας της νέας, τέταρτης ταινίας του. Το «Ταξίδι στη Μυτιλήνη», που κάνει απόψε την πρεμιέρα του στο Ελαιοτριβείο «Βρανά», στον Παπάδο, αφηγείται με συναρπαστικό κινηματογραφικό τρόπο την υπαρξιακή βουτιά ενός νέου ανθρώπου στο τραυματικό οικογενειακό του παρελθόν.
Και ξαφνικά, ο Λάκης Παπαστάθης αποχαιρέτησε τη «Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι», κείμενο ανώνυμου συγγραφέας του 19ου αιώνα, που ενέπνευσε σε μεγάλο βαθμό την πρώτη του ταινία («Ο καιρός των Ελλήνων», 1981). Απαρνήθηκε τη λαϊκή παράδοση που γέννησε τη δεύτερη («Ο Θεόφιλος», 1987). Εκλεισε για λίγο τον αγαπημένο του Βιζυηνό, που του χάρισε το υλικό για την αριστουργηματική τρίτη («Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», 2001).
Ανοίχτηκε στα νερά μιας σύγχρονης ιστορίας, με ήρωα ένα νέο, σημερινό άνθρωπο, τον Κώστα, που επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο του, τη Μυτιλήνη, ύστερα από είκοσι χρόνια αυτοεξορίας στο Παρίσι. Η ταινία, που έχει τον πολύ απλό αλλά ανοιχτό σε πολλές αναγνώσεις τίτλο «Ταξίδι στη Μυτιλήνη», παρακολουθεί τον Κώστα να ξανασυνδέεται με το νησί του, να αποδέχεται τα φαντάσματα του οικογενειακού του παρελθόντος, να γνωρίζει την αγάπη.
Και είναι ένας Παπαστάθης στα καλύτερά του. Βαθύς, συγκινητικός, ανθρώπινος. Αλλά και πολύ τολμηρός στα θέματα που θίγει, κυρίως τον θάνατο και τη φθορά, και στην κινηματογραφική του γραφή. Η ταινία κάνει απόψε την παγκόσμια πρεμιέρα της στη μεγάλη αυλή του Ελαιοτριβείου-Μουσείου «Βρανά» στον Παπάδο της Λέσβου. Υπάρχει πιο ιδανικός τόπος; Ο σκηνοθέτης, κι ας γεννήθηκε στον Βόλο, πέρασε στο νησί, όπου επιστρέφει παρέα με τον ήρωά του, τα πιο καθοριστικά χρόνια της ζωής του, τα γυμνασιακά.
- Γιατί αργήσατε τόσο να γυρίσετε ταινία μυθοπλασίας και, μάλιστα, σύγχρονη;
Αποκάλυψη της ταινίας ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, εδώ σε σκηνή με το μικρό Φωκίωνα Σπύρογλου Αποκάλυψη της ταινίας ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, εδώ σε σκηνή με το μικρό Φωκίωνα Σπύρογλου «Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γράφει: Δεν θέλω να γνωρίζω πάρα πολύ τους ανθρώπους. Παραφράζοντας θα πω: Δεν θέλω να γνωρίζω πάρα πολύ τον εαυτό μου. Δεν προβλέπω, δεν προγραμματίζω, δεν προετοιμάζω τι θα μου συμβεί. Κυρίως δεν αυτοαναλύομαι για να ερμηνεύσω την πορεία μου. Ενας εσωτερικός αυτόπτης μάρτυς σε οδηγεί και εσύ τον ακολουθείς. Ισως να άργησα γιατί δεν είχα ποτέ τη δυνατότητα να κάνω μια ταινία ψάχνοντας με πειραματικό τρόπο και με μεγάλη πιθανότητα αποτυχίας. Η εμπειρία της ευλογημένης αποτυχίας, ενός φιλμ δηλαδή που δεν έγινε ποτέ, έπρεπε να ενσωματωθεί νοητά στην καινούργια μου ταινία κι αυτό ήθελε χρόνο».
- Πόσο μέσα είστε εσείς ο ίδιος στην ταινία σας; Είναι αυτοβιογραφική;
«Ο σκηνοθέτης φτιάχνει τους ανθρώπους των έργων του με τα υλικά που έχει ο ίδιος μέσα του, ώσπου να αυτονομηθούν και να φύγουν, γιατί έχουν αποκτήσει δική τους συμπεριφορά, δεν τους κάνει ό,τι θέλει. Μ' αυτή την έννοια η ταινία είναι αυτοβιογραφική. Και για κάτι ακόμα. Αγαπώ τη Λέσβο, είμαι ένας άνθρωπος που νοητά συνεχώς επιστρέφει στο νησί. Η ταινία είναι η πραγματοποίηση αυτού του νόστου, γιατί τώρα γνωρίζω πως ο νόστος είναι εφικτός μόνο αν συνδυαστεί με τη δημιουργικότητα. Πρέπει να τον συνθέσεις με τη μνήμη σου και την ευαισθησία σου, γιατί όλα έχουν αλλάξει στον τόπο σου. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ήρωα της ταινίας. Η επιστροφή του είναι κυρίως μια εσωτερική διαδικασία, μια υπαρξιακή βουτιά στο παρελθόν».
- Γιατί διαλέξατε η επανασύνδεση του Κώστα με το νησί να γίνει μέσα από ανθρώπους που αποχαιρετούν τη ζωή; Οι σκηνές στο γηροκομείο είναι κεντρικές. Εκεί εργάζεται με αυταπάρνηση και η Ελένη, που με την αγάπη της σώζει τον ήρωα.
«Γιατί και τον ίδιο τον ήρωά μου τον έχει ακουμπήσει ο θάνατος. Η Ελένη προσπαθεί να διαφυλάξει την αξιοπρέπεια των γερόντων μέχρι την τελευταία τους πνοή. Η σχέση της με τον Κώστα για να προχωρήσει προϋποθέτει γι' αυτήν τη συμφιλίωσή του με τη φθορά και τον θάνατο. Είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για το ξεπέρασμα του φόβου του θανάτου και την πίστη στη ζωή».
- Η σχέση τους περνάει και μέσα από τη σχέση με τον τόπο τους. Και στους δύο έχει διαμορφωθεί από εμπειρία ξενιτιάς.
«Ο Κώστας και η Ελένη είναι δεμένοι με τον τόπο τους, αλλά ταυτοχρόνως είναι και παιδιά της Ευρώπης, του κόσμου. Δεν πιστεύουν στην απομόνωση, στο κλείσιμο στο νησί. Σπούδασαν και έζησαν έξω, επικοινώνησαν με σύγχρονες απόψεις, απέκτησαν αρχές άγνωστες, ίσως, για τους πατεράδες τους, αλλά δεν ξεχνούν πως το νησί και οι άνθρωποί του είναι κομμάτι της ύπαρξής τους. Καθόλου τουριστικά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως και οι δύο αγαπούν και θυμούνται απ' έξω στίχους του Κάλβου. Ενας ξενιτεμένος ποιητής που υμνεί το νησί όπου γεννήθηκε, γίνεται για τους πρωταγωνιστές η κοινή αναφορά που τους φέρνει πιο κοντά».
- Σε αντίθεση με τις κινηματογραφικές συνήθειες επιλέξατε οι σκηνές που αφορούν το παρελθόν του ήρωα να είναι έγχρωμες και η καταγραφή του παρόντος ασπρόμαυρη. Γιατί;
«Πάντα μ' ενοχλούσε η συμβατική λύση να δείχνουμε τα παλαιότερα χρόνια ασπρόμαυρα και το παρόν έγχρωμο. Στις ταινίες μου το παρελθόν είναι ζωντανό, με το φως και τα χρώματά του. Είναι ένας χαμένος χρόνος που ξανακερδίζεται. Στην ταινία, όταν ο ήρωας επιστρέφει, το φως και τα πρόσωπα της παιδικής του ηλικίας τον κάνουν να ξαναπιστέψει στη ζωή. Τον θεραπεύουν».
- Η ταινία έχει και στοιχεία ντοκιμαντέρ. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο θεατής, σε μεγάλο μέρος της, βλέπει αυτά που βλέπει ο ήρωας-αφηγητής, που, όμως, απουσιάζει από τα πλάνα. Ενας ντοκιμαντερίστας με περγαμηνές δεν μπορεί να εμπιστευθεί απόλυτα την αφήγηση;
«Στο "Ταξίδι στη Μυτιλήνη" η έκφραση δεν καθορίζεται μόνο από την κινηματογραφική αφήγηση. Υπάρχει θέατρο μέσα στον κινηματογράφο, ποίηση και τραγούδι. Κυρίως, όμως, υπάρχει η ντοκιμαντερίστικη καταγραφή μέσα από μια μικρή κάμερα, που κουβαλάει ο πρωταγωνιστής. Αυτός είναι και ο λόγος που σ' όλη τη διάρκεια της ταινίας ο Κώστας δεν φαίνεται. Βλέπουμε τι βλέπει, έχουμε την αίσθηση της παρουσίας του, αλλά αυτός θα φανεί μόνο στο τέλος, όταν ενταχθεί πια ιστορικά στο οικογενειακό σπίτι. Για μένα η εικόνα αυτή -το να βλέπεις και να συνομιλείς με τον άλλον χωρίς να φαίνεσαι- έχει καθορίσει τη ζωή μου εδώ και τριάντα πέντε χρόνια, που κάνω εκπομπές στο "Παρασκήνιο". Οταν ξεκινήσαμε το 1976 είχαμε γράψει σε ένα μαυροπίνακα το τσιτάτο: Υπάρχεις όσο λιγότερο φαίνεσαι!"».
- Τελικά, είναι τόσο σημαντική για σας η φόρμα μιας ταινίας;
«Πάντα πίστευα πως η γραφή, η φόρμα μιας ταινίας, δεν είναι ένας "ωραίος τρόπος", "καλόγουστος", που κολακεύει την καλαισθησία του θεατή για να του σερβίρει το νόημα και την αφήγηση, αλλά το ίδιο το σώμα και το πνεύμα του φιλμ. Η φόρμα είναι ο δρόμος, που φαίνεται πίσω από τη δράση, πίσω από τους ηθοποιούς. Αυτή θα σε οδηγήσει στο αόρατο κέντρο της ταινίας, με το οποίο πρέπει να αναμετρηθείς συναισθηματικά και πνευματικά. Το "πιο τίμιο η μορφή του", λέει ο Καβάφης. Το ίδιο ισχύει και στις ταινίες. Χωρίς φόρμα μια ταινία είναι άσχημη, χωρίς σχήμα δηλαδή δεν είναι αναγνωρίσιμη».
- Ακόμα και σε μια ταινία φίξιον η σχέση σας με τη λογοτεχνία είναι ολοφάνερη. Εσείς πού θα εντοπίζατε τη «λογοτεχνικότητά» της;
«Μοιάζει κάπως με τα παλιά μυθιστορήματα, τους προγόνους του κινηματογράφου. Πολλά πρόσωπα σε διαφορετικές ηλικίες, με διαφορετικά επαγγέλματα και σε διαφορετικές εποχές. Γονείς, μπαρμπάδες, ανίψια και οικογενειακοί φίλοι. Είναι μια σύνθεση προσώπων. Παρόντων και απόντων. Με το σινεμά όλοι βλέπουν το φως του κόσμου. Προβάλλονται δίπλα δίπλα. Σαν να μην υπάρχει θάνατος. Τους επαναφέρουν στη ζωή η μνήμη και η αγάπη. Κι ο χρόνος, έτσι, ξαναφέρνει πίσω τους ανθρώπους που έφυγαν, δεν σβήνει τις μορφές, σαν να πάει μπρος-πίσω, σαν να μηδενίζεται, σαν το μυαλό μας να κάνει τους ανθρώπους που αγαπάμε αθάνατους».
- Τελικά θέλατε να έχει κάποιο μήνυμα η ταινία;
«Δεν μου αρέσει η κινηματογραφική αφήγηση, που μόνο σκοπό έχει να οδηγήσει τον θεατή σε ένα φινάλε-μήνυμα. Ακόμη χειρότερα αν ο σκηνοθέτης επιθυμεί το μήνυμα αυτό να είναι η ουσία του έργου του. Γνωρίζω πως οι μηνυματικές ταινίες είναι της μόδας. Πιστεύω όμως πως κάθε δευτερόλεπτο σε μία καλή ταινία μπορεί και πρέπει να είναι συναρπαστικό. Δεν μου αρέσει να σκέφτεσαι μία ταινία μόνο από το φινάλε της. Η διαδικασία προς την ολοκλήρωση ενός φιλμ είναι πολλές φορές πιο ενδιαφέρουσα από το τέλος του». *
Λάκης Παπαστάθης

Νιώθω ευγνωμοσύνη για τους ηθοποιούς μου

- Για τον κεντρικό ρόλο του πατέρα διαλέξατε έναν ηθοποιό που τον έχουμε ταυτίσει με κωμωδία και εμπορικό θέατρο. Τι είδατε στον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη;
Ο Θεόφιλος του Παπαστάθη, ο Δημήτρης Καταλειφός, υποδύεται τώρα έναν γερο-δάσκαλο, που αποχαιρετά με ευγένεια τη ζωή Ο Θεόφιλος του Παπαστάθη, ο Δημήτρης Καταλειφός, υποδύεται τώρα έναν γερο-δάσκαλο, που αποχαιρετά με ευγένεια τη ζωή «Τον παρακολουθούσα τα τελευταία χρόνια στο θέατρο και όταν τον σκέφτηκα για την ταινία και συναντηθήκαμε, κατάλαβα αμέσως πως είναι ένας άνθρωπος με βαθιά γνώση της τέχνης του, με μέτρο, ευγένεια και κυρίως μ' ένα λαϊκό αυθεντικό βίωμα ελληνικής ζωής. Κατάγεται άλλωστε από το Πλωμάρι και την Αγιάσο, δύο χωριά της Λέσβου με μεγάλη πνευματική παράδοση και, κυρίως, σκωπτική. Ο τρόπος που στήναμε τους διαλόγους με τη λεσβιακή ντοπιολαλιά, μας έκανε και τους δύο ξενιτεμένους Μυτιληνιούς να νιώθουμε πως επιστρέφουμε συνεχώς στο νησί.
Πράγματι είναι ταυτισμένος με την κωμωδία. Αν προσέξει όμως κανείς τον ρυθμό του, το "χάσιμό" του, τους νεκρούς χρόνους, την κίνηση που μένει μετέωρη, την έκπληξη με τα μικρά πράγματα της καθημερινότητας, τον τρόπο που βαδίζει ή τον τρόπο που σκέφτεται πριν μιλήσει, θα του αποκαλυφθεί μια βαθιά εσωτερικότητα τραγικού τόνου. Αλλωστε όλοι οι σπουδαίοι ηθοποιοί του βωβού σινεμά δεν κρύβουν πίσω από το γέλιο κάτι από την τραγικότητα της ύπαρξης; Στην ταινία κατάφερε -ιδιοφυώς νομίζω- να συνθέσει τις δύο όψεις του εαυτού του πιο απελευθερωμένα, αντιστρέφοντας κάπως αυτό που έκανε μέχρι τώρα. Ηρθε δηλαδή σε πρώτο πλάνο το δραματικό στοιχείο και το κωμικό, μένοντας στο φόντο, έβαζε μπουρλότο στη σοβαροφάνεια και στη βαρύγδουπη δραματικότητα. Στα γυρίσματα τον φανταζόμουν σαν φιγούρα του Σαγκάλ να ίσταται πάνω από το νησί».
- Πώς νιώσατε όταν 24 χρόνια μετά τον «Θεόφιλο» ξαναβρεθήκατε με τον Δημήτρη Καταλειφό;
«Καταλαβαίνετε τη συγκίνησή μου; Ξανά μαζί, έτοιμοι για το πρώτο μοτέρ στο ίδιο νησί, με τον ήλιο να ασημώνει τους ελαιώνες. Ηταν πιο σοφός από ποτέ, πιο παιδί από ποτέ. Γνώριζε πως η ευκολία και η εμπειρία μπορεί να σκοτώσουν την αυθεντική ερμηνεία, σαν να είχε μελετήσει σε βάθος τον στίχο του Ελύτη "όσο γερνάω τόσο λιγότερο καταλαβαίνω, η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο". Γι' αυτό και έστηνε τον ρόλο και έλεγε τα λόγια με την απλότητα του παιδιού, σαν να μην ήξερε, σαν να μην έχει κάνει αυτή τη σπουδαία καριέρα, σαν να ήθελε να αποκαλύψει το νόημα και το φως του ρόλου με την "άγνοια" της πρώτης φοράς».
- Τον βάλατε να παίξει, όμως, αρχαία τραγωδία...
«Παίζει τον ρόλο ενός δασκάλου που έμαθε τα πρώτα γράμματα στον ήρωά μας. Καταλήγει στο γηροκομείο και ερμηνεύει στη θεατρική παράσταση που οργανώνεται στο ίδρυμα τον "Οιδίποδα επί Κολωνώ". Η τραγωδία-σύμβολο των γηρατειών παιγμένη από γέρους που φοράνε τις ρόμπες, τις πιτζάμες, τα πασούμια και τις παντόφλες. Καθώς έβλεπα τον Δημήτρη στην έξοδο της τραγωδίας να φεύγει προς τον θάνατο ονειρεύτηκα την ίδια σκηνή στην Επίδαυρο με τους γέρους να γεμίζουν τον κύκλο και τα ερείπια της γυμνής σκηνής. Δεν ξεχνούσα βέβαια πως όταν έγραψε την τραγωδία ο Σοφοκλής ξεπερνούσε τα ενενήντα».
- Γενικά πώς δούλεψατε με τους ηθοποιούς;
«Οι πρόβες ήταν αναγκαίες, όχι όμως εξαντλητικές. Περίμενα να με εκπλήξουν οι ίδιοι, δεν ήθελα να αναπαράγουν αυτό που τους ζητούσα. Κάποιοι έφτασαν στο σημείο να γνωρίζουν καλύτερα από μένα τον ρόλο τους. Χρειάζονταν μερικές φορές δέκα, είκοσι ή και τριάντα λήψεις για να ακούσεις και να δεις κάτι το μοναδικό, παρ' όλο που οι κινήσεις και τα λόγια ήταν ίδια. Το πιο σημαντικό την ώρα της λήψης είναι το σβήσιμο κάθε διδασκαλίας, κάθε πεπατημένης ευκολίας. Ακουσα τη Λουκία Μιχαλοπούλου να λέει πριν από την ενδέκατη λήψη, "Ας είναι, Θεέ μου, αυτή η καλή". Πριν από κάθε πλάνο καθιερώσαμε ασκήσεις προφορικότητας. Κυριολεκτικά αμφισβητούσαμε τους διαλόγους του σεναρίου. Κρατούσαμε μόνο το αίσθημα που είχε βγει από τις πρόβες. Αλλαζαν θέση οι λέξεις, έμπαιναν καινούργιες, άλλαζε ο ρυθμός, η ροή της φράσης αποκτούσε συναισθηματική στίξη, κόντρα καμιά φορά στα γραμμένα κόμματα και τις τελείες. Νιώθω ευγνωμοσύνη για τους ηθοποιούς. Παλιούς και νέους. Το ίδιο και για τους ερασιτέχνες της Μυτιλήνης».

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Η ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΤΟΥ ΛΑΚΗ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ

Υμνος στη Λέσβο και στον νόστο

Σαν θεόρατη νυχτερίδα κρεμόταν ο αστερισμός της Κασσιόπης το Σαββάτο το βράδυ πάνω από την κινηματογραφική οθόνη που στήθηκε στην αυλή του ελαιοτριβείου -και μουσείου πλέον- «Βρανά» στον Παπάδο της Γέρας.
Δυο χιλιάδες άνθρωποι έτρεξαν στην εκδήλωση που οργάνωσε η εταιρεία «Αρχιπέλαγος», ψυχή της οποίας είναι ο Νίκος Σηφουνάκης  

Δυο χιλιάδες άνθρωποι έτρεξαν στην εκδήλωση που οργάνωσε η εταιρεία «Αρχιπέλαγος», ψυχή της οποίας είναι ο Νίκος Σηφουνάκης Και ήταν, την όμορφη αυτή λεσβιακή βραδιά, από τις λίγες φορές που ο αιώνιος αστερισμός πρέπει να ένιωσε να απειλείται. Αυτή τη φορά, από την κινηματογραφική μορφή ενός φτωχού φωτογράφου στην αυλή του Αγίου Θεράποντα, του ήρωα «Νυχτερίδα» της ταινίας «Ταξίδι στη Μυτιλήνη», που ερμήνευσε ο ηθοποιός Χρήστος Χατζηπαναγιώτης. Της νέας ταινίας του Λάκη Παπαστάθη, που πρωτοπαίχτηκε τιμής ένεκεν στο γενέθλιο τόπο του σκηνοθέτη.

Και έσπευσαν στο ανακαινισμένο λιοτρίβι περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι (1.600 ήταν οι στημένες καρέκλες), χειροκροτώντας θερμά έναν ύμνο στην έννοια της επιστροφής. Ταυτόχρονα και ύμνο στη Μυτιλήνη, που πέρασε και «διενεμήθη» σε όσους έμειναν στο νησί -σαν τα ρούχα του μακαρίτη, αλλά και της ετοιμοθάνατης στην ταινία. Ή μάλλον σε όσους δεν έφυγαν ακόμα.

«Ο μεγαλύτερος θερινός κινηματογράφος, το "Σινέ Βρανά"», έτσι ονομάστηκε το εγχείρημα της εταιρείας «Αρχιπέλαγος», που έχει δημιουργήσει και λειτουργεί το μοναδικό αυτό χώρο πολιτισμού-ελαιοτριβείο του παππού του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Ηταν πραγματικά ο χώρος που περισσότερο απ' όλους ταίριαζε να φιλοξενήσει την πρεμιέρα της ταινίας του Παπαστάθη. Με τους πιτσιρικάδες του χωριού στα γύρω ντουβάρια, τη μυρωδιά του γερανιού και του γιασεμιού ανάκατη με αυτή της γης, θύμιζε το «Σαπφώ», το «Παλλάς», αλλά και τη «Δροσιά» και τη «Νίκη», τους θερινούς κινηματογράφους της Μυτιλήνης μισό αιώνα πριν. Κι ετούτο το πραγματικό και ταυτόχρονα και επινοημένο χαρακτηριστικό της ταινίας και συνάμα και του τόπου, ήταν τα δύο βασικά στοιχεία της ταινίας, σύμφωνα με τον κριτικό του κινηματογράφου Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, που προλόγισε το
«Ταξίδι στη Μυτιλήνη».

Οπως χαρακτηριστικά σημείωσε ο κ. Μπακογιαννόπουλος, «ο σκηνοθέτης χτίζει μια κιβωτό μνήμης. Οχι ταριχευμένη, αλλά ζωντανή».

«Τιμή για τη Λέσβο και το Αιγαίο», χαρακτήρισε ο υφυπουργός Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων, Νίκος Σηφουνάκης, το γεγονός της πρώτης προβολής της ταινίας στη Λέσβο. Ο υφυπουργός, ψυχή της εταιρείας «Αρχιπέλαγος», θυμήθηκε τις μέρες του στην ΕΡΤ, όταν γνώρισε τον Λάκη Παπαστάθη και την αγωνία του για κάθε δημιούργημά του. Δεν παρέλειψε να αναφερθεί σε δύο έννοιες που πηγάζουν από την ταινία: το συναίσθημα και την αναπόληση.

«Μεγάλο δημιουργό» χαρακτήρισε τον Λάκη Παπαστάθη ο ποιητής και στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος, αντιπρόεδρος της εταιρείας «Αρχιπέλαγος», υποδεχόμενος τον σκηνοθέτη αντί του απουσιάζοντος για λόγους υγείας προέδρου της, Νίκου Κούνδουρου.

«Απροετοίμαστος για τόση συγκίνηση», δήλωσε ανεβαίνοντας στο βήμα ο σκηνοθέτης της ταινίας, Λάκης Παπαστάθης. Κάλεσε δίπλα του παρόντες συμμέτοχους στη δημιουργία της ταινίας, τη μοντέζ Ιωάννα Σπηλιοπούλου και τους ηθοποιούς Μπάμπη Αλατζά, Μυρτώ Παράσχη και Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, και χαιρέτησε τους συμμαθητές του στο 2ο Γυμνάσιο Αρένων Μυτιλήνης και τους δεκάδες ερασιτέχνες ηθοποιούς θεατρικών ομάδων της Μυτιλήνης, που βοήθησαν στα γυρίσματα της ταινίας. Ας σημειωθεί εδώ πως, παρουσιάζοντας τον Χρήστο Χατζημαναγιώτη, εξήρε το ταλέντο του διακρίνοντας στο πρόσωπό του την ικανότητα του ηθοποιού που γνωρίζει να ισορροπεί ανάμεσα σε δύο χαρακτήρες. Του συγκροτημένα κωμικού και του τραγικού-μοιραίου προσώπου.

Και μετά τα φώτα έσβησαν και πλημμύρισαν νου και καρδιά οι εικόνες του κινηματογραφιστή από το Παρίσι που επιστρέφει στη Μυτιλήνη, εικόνες μέσα από την κάμερα με την οποία καταγράφει, πότε σαν ντοκιμαντέρ και πότε δραματικά, μνήμες και συναισθήματα του παρόντος.

Αργά τα μεσάνυχτα του Σαββάτου και όταν οι τίτλοι του τέλους στο «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» έπεσαν, μέσα από ένα ποτήρι ούζο στο Πέραμα, τα αστέρια της Κασσιόπης ξαναβρήκαν τη λάμψη τους. *

Συγκίνηση για το «Ταξίδι»

TA NEA

Αποστολή: Δάφνη Κοντοδήµα

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010
Περίπου 1.800 θεατές παρακολούθησαν την κινηµατογραφική πρεµιέρα του Λάκη Παπαστάθη στο κατάµεστο Ελαιοτριβείο - Μουσείο Βρανά στη Λέσβο.

Η ιστορία και οι άνθρωποι της Λέσβου ήταν οι πρωταγωνιστές στην πρεµιέρα της ταινίας «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του Λάκη Παπαστάθη. Στον υπαίθριο κινηµατογράφο που στήθηκε στο Ελαιοτριβείο - Μουσείο Βρανά της εταιρείας Αρχιπέλαγος, οι 1.800 ντόπιοι και επισκέπτες του νησιού παρακολούθησαν την επιστροφή ενός κινηµατογραφιστή στον γενέθλιο τόπο του. Οι µνήµες του ήρωα ζωντάνεψαν στο βιοµηχανικό µνηµείο και χώρο πολιτισµού στον κόλπο της Γέρας.

Οικογένειες, νέοι και µεγαλύτεροι, καθισµένοι ή όρθιοι κατέκλυσαν τον υπαίθριο χώρο του ιστορικού ελαιοτριβείου του παππού τού Ελύτη. Στη Λέσβο µιλούσαν για τη «σηµαντική βραδιά κατά την οποία µια ταινία γυρισµένη στη Μυτιλήνη προβλήθηκε στο ιστορικό µνηµείο του νησιού».

«Το σηµαντικό γεγονός είναι, πέρα από την ταινία του Λάκη Παπαστάθη, το καταπληκτικό µουσείο που πριν από 3-4 χρόνια ήταν γεµάτο χώµατα και τούβλα και σήµερα είναι ένα κόσµηµα» είπε ο ποιητής, δηµοσιογράφος και αντιπρόεδρος της εταιρείας Αρχιπέλαγος, Λευτέρης Παπαδόπουλος.

«Είναι τιµή για τη Λέσβο που ο Λάκης Παπαστάθης θέλησε να γίνει η προβολή σ’ αυτό το µνηµείο της βιοµηχανικής επανάστασης της Λέσβου, όπου υπάρχει ακόµα η σκιά του Οδυσσέα Ελύτη» σχολίασε ο αρχιτέκτων και υφυπουργός Μεταφορών Νίκος Σηφουνάκης, µέλος της εταιρείας Αρχιπέλαγος.

Για τον «λαϊκό πολιτισµό που λειτούργησε ουσιαστικά στο έργο του Παπαστάθη» έκανε λόγο ο κριτικός κινηµατογράφου Γιάννης Μπακογιαννόπουλος. «Με τους ανθρώπους, την ιστορία, τους διαχρονικούς µύθους του Ελληνισµού θέλησε να χτίσει µια κιβωτό της παράδοσης, της µνήµης όχι ταριχευµένη αλλά ζωντανή».

Τους παλιούς συµµαθητές του από το 2ο Γυµνάσιο Αρρένων Μυτιλήνης αναζητούσε στο πλήθος ο Λάκης Παπαστάθης, καθώς µιλούσε για το εργοστάσιο ελαιουργίας του πατέρα του στο Πέραµα. «Οι ήρωες της ταινίας έχουν κάτι από την ψυχή µου» έλεγε στα «ΝΕΑ» ο βραβευµένος σκηνοθέτης.

Στο νοσταλγικό κινηµατογραφικό «Ταξίδι στη Μυτιλήνη», ο Κώστας (Νικόλας Παπαγιάννης) επιστρέφει στη γενέτειρά του έπειτα από είκοσι χρόνια, αφού κληρονοµεί το πατρικό του σπίτι. Εκεί θα συναντήσει τον θείο του (Δηµήτρης Καταλειφός), τον παλιό του έρωτα την Ελένη (Λουκία Μιχαλοπούλου), ανθρώπους που σηµάδεψαν τη ζωή του. Θα θυµηθεί τις βόλτες στο ποδήλατο µε τον πατέρα του, τον φωτογράφο µε το παρατσούκλι «Νυχτερίδας» (Χρήστος Χατζηπαναγιώτης).

Οι θεατές παρακολουθούν εικόνες του χθες και του σήµερα, σε ασπρόµαυρο και έγχρωµο φιλµ, µέσα από τα µάτια ή την κάµερα του αφηγητή - ήρωα. Το πρόσωπό του φαίνεται µόνο στην τελευταία σκηνή της ταινίας. Οταν ανοίγει το παράθυρο του σπιτιού και ξεπροβάλλει το λιµάνι, µε το φως να λούζει τον χώρο.

Την πρεµιέρα της ταινίας παρακολούθησαν µεταξύ των άλλων οι Τίτος Πατρίκιος, Ρούλα Σιφναίου, Αγγελος Δεληβορριάς, Ειρήνη Γερουλάνου, Πλάτων Μαυροµούστακος, Γιώργος Λιόντος, Μάγια Τσόκλη, Παύλος Βογιατζής (νοµάρχης Λέσβου), Πάρις Τσάτρας (πρύτανης Πανεπιστηµίου Αιγαίου) και οι ηθοποιοί Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Μπάµπης Αλατζάς, Μυρτώ Παράσχη, Βίκυ Σταυροπούλου.



Από την ατµοκίνηση στον πολιτισµό

Οι µηχανές στο ατµοκίνητο ελαιοτριβείο του Νικoλάου Βρανά στον Παπάδο της Λέσβου – που λειτουργούσε από το 1887 – έσβησαν πριν από τριάντα χρόνια. Το βιοµηχανικό συγκρότηµα, χάρη στη φροντίδα της εταιρείας Αρχιπέλαγος, αναπαλαιώθηκε και λειτουργεί σήµερα ως µουσείο και χώρος πολιτισµού. Ο µηχανολογικός εξοπλισµός τέθηκε σε λειτουργία ώστε να ενηµερώνονται οι επισκέπτες για τη διαδικασία παραγωγής λαδιού. Εκεί φιλοξενείται και το αρχείο µε 112 βιβλία όπου είναι καταγεγραµµένοι οι «ύποπτοι» – οφειλέτες και το πελατολόγιο. Στον χώρο αυτό πραγµατοποιήθηκε χθες και η συναυλία της κοµπανίας του «Αναγνωστηρίου» της Αγιάσου µε τραγούδια και χορούς της Λέσβου και της Μικράς Ασίας.

«Ταξίδι στη Μυτιλήνη» με 1.800 θεατές

Συγκίνηση στην πρεμιέρα της ταινίας του Λάκη Παπαστάθη στο Ελαιοτριβείο - Μουσείο Βρανά

ΕΘΝΟΣ, 6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Σου κόβει την ανάσα ο κόλπος της Γέρας. Ετσι γαλήνιος και μεγαλοπρεπής όπως απλώνεται στη διαδρομή από την πόλη της Μυτιλήνης προς το νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού. Απόγευμα Σαββάτου απολαμβάνουμε τη διαδρομή με το φως του ήλιου που καίει ακόμα στο φινάλε του καλοκαιριού. Φτάνοντας στο αναστηλωμένο ελαιοτριβείο του παππού του Οδυσσέα Ελύτη στο χωριό του Παπάδου, χαιρόμαστε μια βόλτα στο παρελθόν πριν μας κερδίσει ολοκληρωτικά η πλακόστρωτη αυλή με τις ελιές και το τετράγωνο σιντριβάνι, γεμάτο τρεχούμενο νερό.


Λοιπόν, εδώ, το βράδυ του Σαββάτου περισσότεροι από 1.500 θεατές μαζεύτηκαν στο θερινό σινεμά του Ελαιοτριβείου - Μουσείου Βρανά της εταιρείας Αρχιπέλαγος για την πρεμιέρα της νέας ταινίας του Λάκη Παπαστάθη, «Ταξίδι στη Μυτιλήνη».


Καρφίτσα δεν έπεφτε στον υπαίθριο χώρο (οι διοργανωτές συνυπολογίζοντας τους καθιστούς και τους όρθιους θεατές εκτιμούν ότι στον χώρο του θερινού κινηματογράφου μαζεύτηκαν κοντά στα 1.800 άτομα), όπου ντόπιοι, επίσημοι και ανεπίσημοι, καθώς και προσκεκλημένοι από την Αθήνα μαζεύτηκαν για να παρακολουθήσουν την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της φιλμογραφίας του δημιουργού. Εναν φόρο τιμής στις μνήμες της νιότης του, που συνδυάζει το φανταστικό στοιχείο με την προσωπική σφραγίδα της κουλτούρας του, βαθιά επηρεασμένης από την παράδοση της Μυτιλήνης.

Η ιστορία

Βολιώτης στην καταγωγή, αλλά μεγαλωμένος στο νησί της Λέσβου, ο Λάκης Παπαστάθης αφηγείται την ιστορία ενός κινηματογραφιστή που επιστρέφει στην πατρίδα του από το Παρίσι μετά από χρόνια, καθώς μια τραγωδία τον έχει σημαδέψει.

«Ο Παπαστάθης εδώ γνώρισε τον πολιτισμό», είπε ο κριτικός κινηματογράφου Γιάννης Μπακογιαννόπουλος προλογίζοντας την ταινία.

«Σκοπός του είναι να χτίσει μια κιβωτό της παράδοσης, μια κιβωτό της μνήμης, όχι ταριχευμένη αλλά ζωντανή», συνέχισε συμπληρώνοντας: «Εκπληρώνει ένα χρέος στον εαυτό του και στους ανθρώπους που σημάδεψαν τη ζωή του».

Γεγονός σημαντικό για τους κατοίκους του νησιού και «βραδιά συγκίνησης» για τον ίδιο τον σκηνοθέτη -που έζησε τη βιομηχανική επανάσταση της ελαιουργίας από πρώτο χέρι, μια και ο πατέρας του είχε εργοστάσιο στην περιοχή-, η πρεμιέρα του φιλμ συγκέντρωσε γνωστά ονόματα του πολιτισμού - από τον υφυπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων Νίκο Σηφουνάκη, ιδρυτικό μέλος της εταιρείας Αρχιπέλαγος, όπως και τον (ομοίως παρευρισκόμενο) ποιητή Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον διευθυντή του μουσείου Μπενάκη, Αγγελο Δεληβοριά και την αναπληρώτρια διευθύντρια του Ειρήνη Γερουλάνου, τον νομάρχη Λέσβου Π. Βογιατζή, τη βουλευτή Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ Μάγια Τσόκλη, τους ηθοποιούς της ταινίας Χρήστο Χατζηπαναγιώτη και Μυρτώ Παράσχη, την ιστορικό Ρούλα Σηφναίου, τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο και πολλούς άλλους.

* Ενας χρόνος
Η συναυλία της μουσικής κομπανίας του «Αναγνωστηρίου» της Αγιάσου στη μεγάλη αυλή του Ελαιοτριβείου σφράγισε την Κυριακή έναν χρόνο ζωής για το αναστηλωμένο εργοστάσιο.

Αποστολή: Αντα Δαλιάκα

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Σινεµά και νοσταλγία στο παλιό ελαιοτριβείο

Του Παύλου Θ. Κάγιου

Βραβευµένος σε όλα τα έργα του, ο 67χρονος Λάκης Παπαστάθης επανέρχεται µε µια βαθιά βιωµατική ταινία
«Η ταινία µου – λέει ο Λάκης Παπαστάθης που έζησε τα νεανικά του χρόνια στην πρωτεύουσα της Λέσβου – έπρεπε σε κάθε περίπτωση να ξεκινήσει το ταξίδι της προς το κοινό από τη Μυτιλήνη, από τον χώρο στον οποίο γυρίστηκε και στον οποίο αναφέρεται».

Γι’ αυτό και η πρεµιέρα της δίνεται στις 4 Σεπτεµβρίου στο ελαιοτριβείο του παππού του Ελύτη. «Η προβολή αυτή», τονίζει «αποτελεί µια συµβολική ανταπόδοση στους ανθρώπους του τόπου που αγκάλιασαν και στήριξαν µε τρόπο συγκινητικό την προσπάθεια τη δική µου και των συνεργατών µου, καθώς και στους δεκάδες µυτιληνιούς ερασιτέχνες ηθοποιούς οι οποίοι έλαβαν µέρος στην ταινία.

Αποδέχτηκα την πρόταση της Εταιρείας Αρχιπέλαγος να γίνει η παγκόσµια πρεµιέρα του έργου στο Ελαιοτριβείο Βρανά – που η αυλή του µπορεί να µετατραπεί σ’ ένα µαγικό αυτοσχέδιο θερινό σινεµά – γιατί το πανέµορφο αυτό µνηµείο, ιδιαίτερα µετά την αναστήλωσή του, αποτελεί όχι µόνο ένα ζωντανό τεκµήριο του παρελθόντος της Λέσβου αλλά και ένα ευδιάκριτο ίχνος της καταγωγής του Οδυσσέα Ελύτη, ενός οικουµενικού ποιητή που σηµατοδοτεί το απόγειο της µεγάλης πνευµατικής παράδοσης του νησιού».

Κεντρικός ήρωας της ταινίας ο Κώστας (Χρήστος Χατζηπαναγιώτης) που ύστερα από είκοσι χρόνια παραµονής στο Παρίσι αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του τη Μυτιλήνη. Προηγήθηκε τηλεφώνηµα από συµβολαιογράφο του νησιού που τον πληροφορούσε πως κληρονόµησε το οικογενειακό σπίτι. Είχε φύγει από τη Μυτιλήνη στα δεκαοχτώ του για σπουδές κινηµατογράφου στο Παρίσι και δεν είχε ξαναγυρίσει. Ενα βαρύ οικογενειακό ιστορικό τον κρατούσε µακριά.

«Το παρόν και το παρελθόν είναι εξίσου ζωντανά µέσα στη µνήµη και την ψυχή του ήρωα» εξηγεί ο σκηνοθέτης. Τα ζει όλα σα να συµβαίνουν τώρα, όλοι οι νεκροί της οικογένειάς του ξαναβγαίνουν στο φως και ο θεατής βλέπει τη ζωή τους σαν σε ταινία µυθοπλασίας». «Το µεγαλύτερο µέρος της ταινίας είναι υποκειµενικά πλάνα του ανθρώπου που επιστρέφει. Βλέπει τον κόσµο χωρίς ο ίδιος να φαίνεται. Επιπλέον καταγράφει την επιστροφή του µε µια κάµερα που κουβαλάει πάντα µαζί του. Μόνο στην τελευταία σκηνή θα δούµε το πρόσωπό του» συνεχίζει ο Λάκης Παπαστάθης, που το προηγούµενό του φιλµ, «Το µόνον της ζωής του ταξείδιον» για τον Γεώργιο Βιζυηνό, είχε εντυπωσιάσει σηµειώνοντας µια καλή πορεία στους κινηµατογράφους. Επιστρέφοντας ο ήρωας της ταινίας στη γενέθλια γη, «συναντάει όσους έχουν αποµείνει από τους συγγενείς και ξαναθυµάται αυτούς που έχουν φύγει, φαντάζεται και τον εαυτό του µικρό στην ηλικία των δέκα χρόνων, την εποχή δηλαδή που συνέβησαν τα δραµατικά γεγονότα στην οικογένειά του». Ετσι, που, τελικά, «ζώντες και τεθνεώτες να τον κάνουν να ξαναγαπήσει τον τόπο του», συνοψίζει ο σκηνοθέτης.

Είναι και µια προσωπική σας ιστορία αυτό «Το ταξίδι στη Μυτιλήνη»;
Ο νόστος είναι δύσκολος, σχεδόν ανέφικτος, γιατί όλα έχουν αλλάξει.

Η πόλη, οι άνθρωποι, τα σπίτια. Για να αφηγηθείς αυτόν τον δύσκολο νόστο µε ειλικρίνεια και χωρίς µελοδραµατισµούς, πρέπει να βρεις τον τρόπο, τη µορφή, που δεν είναι απλώς το ένδυµα του νοήµατος της αφήγησης αλλά συχνά το ίδιο νόηµα. Η σχέση του ήρωα µε την Ελένη, µια νέα γυναίκα που εργάζεται στο γηροκοµείο Μυτιλήνης, θα του ανοίξει νέους δρόµους για τη ζωή και την τέχνη του.

Γιατί διαλέξατε σύνθετη κινηµατογράφηση αυτού του «νοσταλγικού ταξιδιού»;

Η σπαστή αφήγηση, το µπρος πίσω στον χρόνο, το υποκειµενικό πλάνο, η συχνά ντοκιµαντερίστικη γραφή, οι θεατρικές σκηνές µέσα στο σινεµά και η νοσταλγία της κλασικής µυθοπλασίας µε την οποία ο ήρωας επαναδηµιουργεί το παρελθόν του συνθέτουν τη δοµή του φιλµ, που µε την πολυµορφία του µοιάζει περισσότερο µε σύγχρονη µουσική σύνθεση. Οι ηθοποιοί που ερµηνεύουν το «ανέφικτο ταξίδι του νόστου» σε σενάριο του σκηνοθέτη είναι οι Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Μαρία Ζορµπά, Δηµήτρης Καταλειφός, Λουκία Μιχαλοπούλου, Νικόλας Παπαγιάννης, Θόδωρος Κατσαδράµης, Χρήστος Στέργιογλου, Υβόννη Μαλτέζου, Μυρτώ Παράσχη, Θάνος Γραµµένος, Νέλη Καρρά, Φωκίων Σπύρογλου, Μπάµπης Αλατζάς, Δηµήτρης Καραµπέτσης. Η φωτογραφία ειναι του Γιώργου Αργυροηλιόπουλου, η µουσική του Γιώργου Παπαδάκη και τα σκηνικά - κοστούµια του Γιώργου Γεωργίου.

ΙΝFΟ

Στη µεγάλη αυλή του Ελαιοτριβείου – Μουσείου Βρανά στον Παπάδο Λέσβου και µε ελεύθερη είσοδο για το κοινό, θα πραγµατοποιηθεί το Σάββατο 4 Σεπτεµβρίου στις 20.30
η πρώτη προβολή της νέας ταινίας «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του Λάκη Παπαστάθη. Την επόµενη µέρα θα δώσει συναυλία η κοµπανία του «Αναγνωστηρίου» της Αγιάσου


Κάθε ταινία και βραβείο

Ολες οι ταινίες του Λάκη Παπαστάθη – τέσσερις µεγάλου µήκους και µία µικρού – έχουν βραβευτεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πρόκειται για τα «Γράµµατα από την Αµερική» 1972 (µικρού µήκους), «Τον καιρό των Ελλήνων» 1981, «Θεόφιλος» 1987, «Το µόνον της ζωής του ταξείδιον» 2001 και το φετινό «Ταξίδι στη Μυτιλήνη». Είναι βασικός σκηνοθέτης από το 1976 της τηλεοπτικής σειράς ντοκιµαντέρ «Παρασκήνιο». Εχει εκδώσει λογοτεχνικά βιβλία και δοκίµια για τον κινηµατογράφο. Γράφει στις ελληνικές εφηµερίδες κριτικές και κείµενα για την τέχνη.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Το Βήμα, Γιάννης Ζουμπουλάκης

Το ελληνικό σινεμά αντιστέκεται στην κρίση

Είκοσι τέσσερις ταινίες μυθοπλασίας περιλαμβάνει το εγχώριο κινηματογραφικό μενού για την ερχόμενη σεζόν

ΡΕΠΟΡΤΑΖ I.ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ | Αθήνα - Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Παρά την οικονομική κρίση των ημερών ο ελληνικός κινηματογράφος δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει και τόσο μεγάλο πρόβλημα. Είκοσι τέσσερις ταινίες μυθοπλασίας (για να μην αναφερθούμε στα ντοκυμαντέρ) βρίσκονται στο ρόστερ για την ερχόμενη χειμερινή σεζόν. Κάποιες από αυτές είναι ήδη ολοκληρωμένες, κάποιες γυρίζονται τώρα και κάποιες βρίσκονται στο στάδιο του μοντάζ.

Εχουμε αναφερθεί στο παρελθόν στην τελευταία ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, στον ασπρόμαυρο (ή μάλλον κατάμαυρο) «Μαχαιροβγάλτη», στο «Γάλα» του Γιώργου Σιούγα , μεταφορά στον κινηματογράφο του θεατρικού θριάμβου του Βασίλη Κατσικονούρη, καθώς επίσης και στα «Οπωροφόρα της Αθήνας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου , που βασίζονται στη συλλογή διηγημάτων του ΣωτήρηΔημητρίου. Είναι και οι τρεις έτοιμες και έχουν ήδη εξασφαλίσει διανομή (ODEON, Feelgood Εntertainment). Ολες αυτές οι γυναίκες
Η σχέση χρήματος- ελευθερίας μέσα από τα μάτια μιας κοπέλας εκτυλίσσεται σε «45 m2 », όπως λέγεται η νέα ταινία του Στράτου Τζίτζη, στην οποία μια 23χρονη πωλήτρια ( Εφη Λογγίνου ) αποφασίζει να πιάσει μόνη ένα σπίτι 45 τετραγωνικών μέτρων και να ξεφύγει από την επίβλεψη της μητέρας της. Τρεις νέες γυναίκες ( Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Νικολίτσα Ντρίζη, Κατερίνα Φωτιάδη ), που αγνοούν η μια την ύπαρξη της άλλης μέχρι να συνειδητοποιήσουν τον απρόβλεπτο ρόλο της μοίρας, είναι τα κεντρικά πρόσωπα στις «Τρεις μέρες ευτυχίας» του Δημήτρη Αθανίτη, ενώ το «Αttenbeerg» της ΑθηνάςΡαχήλ Τσαγγάρη, που επίσης έχει εξασφαλίσει διανομή, είναι το πορτρέτο μιας ασυμβίβαστης κοπέλας, η οποία, όπως διαβάζουμε, « ερωτευμένη- ή μήπως όχι; - ανακαλύπτει το σεξ και δοκιμάζει τα όρια της φιλίας ».

Τέλος, με κεντρικούς ήρωες δύο νεαρούς σε ένα άγονο και απομακρυσμένο από τον κόσμο τοπίο της Κρήτης ο «Κόκκινος ουρανός» της Λάγιας Γιούργου ασχολείται με τη δοκιμασία της φιλίας, όταν η ζωή των δύο ηρώων ταράσσεται από (τι άλλο;) την άφιξη μιας κοπέλας (την υποδύεται η φινλανδή ηθοποιός Πίλα Βιτάλα ).

Από την τρέλα της μεγαλούπολης στην ηρεμία της επαρχίας

Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης και ο μικρός Φωκίων Σπύρογλου στο «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του Λ. Παπαστάθη
Ο νοσοκομειακός «πληθυσμός», γιατρών, διοικητικών υπαλλήλων, νοσηλευτών και ασθενών, στον τρελό χορό της αθηναϊκής καθημερινότητας είναι το θέμα της ταινίας «Απ΄ τα κόκαλα βγαλμένα» του Σωτήρη Γκορίτσα όπου κεντρικός ήρωας είναι ένας ειδικευόμενος ορθοπαιδικός γιατρός ( Χρήστος Λούλης ) που ξεκινά την καριέρα του στο φανταστικό Γενικό Ορθοπαιδικό Νοσοκομείο «Αγιοι Πάντες», κάπου στις παρυφές της Αθήνας.

Στους «Ιππείς της Πύλου» που σκηνοθέτησε ο ηθοποιός Νίκος Καλογερόπουλος και θα διανεμηθούν από την Οdeon κεντρικό πρόσωπο είναι ένας φημισμένος ηθοποιός (τον υποδύεται ο ίδιος), ο οποίος έχοντας απολέσει όλη του την περιουσία εγκαταλείπει την Αθήνα και αναζητεί «καταφύγιο» στην επονομαζόμενη από τους κατοίκους της Πρότυπη Πολιτεία «Πολυπύλου». Το πλούσιο καστ της ταινίας απαρτίζουν οι Γιώργος Κιμούλης, Ηλίας Λογοθέτης, Αντώνης Καφετζόπουλος κ.ά. Ενδιαφέρον ακούγεται και το σκηνοθετικό εύρημα της ταινίας «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του Λάκη Παπαστάθη, που αναφέρεται στην επιστροφή ενός ανθρώπου στον τόπο του ύστερα από 20 χρόνια φυγής του στο Παρίσι. « Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι υποκειμενικά πλάνα του ανθρώπου που επιστρέφει » λέει ο Παπαστάθης, ο οποίος σκηνοθετεί για πρώτη φορά ταινία μυθοπλασίας μετά την επιτυχία του «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον». «Βλέπει τον κόσμο χωρίς ο ίδιος να φαίνεται και καταγράφει την επιστροφή του με μια κάμερα που κουβαλάει πάντα μαζί του. Μόνο στην τελευταία σκηνή θα δούμε το πρόσωπό του». Στην ταινία παίζουν οι Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Μαρία Ζορμπά.

Οικογενειακές σχέσεις και μνήμες
Η Γιούλα Μπούνταλη και ο Θάνος Σαμαράς αναζητούν «Χώρα προέλευσης» στην ταινία του Σ. Τζουμέρκα
Γυρισμένη σε φυσικούς χώρους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Επανομής και της Χαλκίδας και με ένα πολυμελές καστ ηθοποιών - Αμαλία Μουτούση, Ιωάννα Τσιριγκούλη, Ερρίκος Λίτσης, Θάνος Σαμαράς, Χρήστος Πασσαλής κ.ά.- η «Χώρα προέλευσης», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα, ακούγεται εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα γιατί ανατρέχει σε τρεις γενιές μιας ελληνικής οικογένειας (΄50, Μεταπολίτευση και σήμερα). Τοποθετημένη σε ένα εικαστικό περιβάλλον η «Υπογραφή», δεύτερη ταινία μυθοπλασίας του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου («Οταν ο Φερνάντο Πεσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη») καταγράφει την πορεία δύο ανθρώπων ενώ προσπαθούν να αλλάξουν τη ζωή τους, να υπερβούν επιλογές που φάνταζαν οριστικές και δεσμευτικές, να αρνηθούν ρόλους και ταυτότητες. Στην «Απνοια» του Αρη Μπαφαλούκα (πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του) ένας 23χρονος κολυμβητής καταδύεται στα σκοτεινά νερά μιας πισίνας αμέσως μετά τη νίκη του στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες και όσο το σώμα του αιωρείται στο νερό μνήμες από το πρόσφατο παρελθόν ξετυλίγονται στο μυαλό του...

Σκαλίζοντας τις μνήμες των παιδικών χρόνων του ο Παναγιώτης Φαφούτης, σκηνοθέτης της «Κληρονόμου», υπογράφει μια πολύ πιο προσωπική ταινία, τον «Παράδεισο», με φόντο το καρναβάλι της Πάτρας, γενέτειρας του σκηνοθέτη.

Από την Αλάσκα στον... Νικ Νόλτε
Εχουν περάσει χρόνια από τότε που ο Γιάννης Φάγκρας άρχισε να γυρίζει το «Forget me not», ένα φιλμ περιπλάνησης στη μακρινή Αλάσκα με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Στάνκογλου. Αγνωστο αν εφέτος η ταινία θα παιχτεί, όμως τουλάχιστον είναι έτοιμη.

Τα αρχικά που πλάθουν τον τίτλο της τελευταίας ταινίας του Μενέλαου Καραμαγγιώλη «Jace» έχουν αποτελέσει μυστήριο, καθώς ουδείς μπορεί να καταλάβει τι σημαίνουν και ο ίδιος ο σκηνοθέτης αρνείται να πει. Στο φιλμ πάντως, που παρουσιάζεται ως σκοτεινή παραλλαγή του «Ολιβερ Τουίστ», το Jace είναι όνομα. Παίζουν πολλοί ηθοποιοί ανάμεσα στους οποίους οι Αργύρης Ξάφης, Μηνάς Χατζησάββας, Ακύλλας Καραζήσης και Χρήστος Λούλης.

Ως ταινία περιπλάνησης όμως πλασάρεται και ο «Θάνατος που ονειρεύτηκα» του Παναγιώτη Κράββα στην οποία μια παρέα εφήβων γίνεται άθελά της πρωταγωνίστρια σε ένα σκηνικό θανάτου.

Οι λαθρομετανάστες ναυαγοί που περισυλλέγονται από το πλήρωμα ενός εμπορικού πλοίου τροφοδοτούν με ιδέες το σενάριο της τελευταίας ταινίας του Κωνσταντίνου Γιάνναρη «Μan in the sea» με τη Θεοδώρα Τζήμου και τον Αντώνη Καρυστινό, ενώ μετανάστες δεύτερης γενιάς είναι τα κεντρικά πρόσωπα του «Κανένα» του Χρήστου Νικολέρη, που θα διανεμηθεί από τη Village.

Τέλος περιμένουμε την τελευταία ταινία του Νίκου Ζερβού («Show bitch»), του Κώστα Ζάπα («Η ανταρσία της κόκκινης Μαρίας»), της Ελισάβετ Χρονοπούλου («Ο Αννίβας προ των πυλών») αλλά και τη γυρισμένη στην Αρκαδία «Αrcadia lost» του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ στην οποία πρωταγωνιστεί ο Νικ Νόλτε.